χρωματισμούς

χρωματισμούς
χρωματισμός
colouring
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ανένωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ενωθεί με κάποιον άλλο 2. (για χρωματισμούς) όποιος δεν εναρμονίζεται με τους υπόλοιπους χρωματισμούς …   Dictionary of Greek

  • σκυλάκι — (antirrhinum majus). Φυτό, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι αντίρρινο. Πρόκειται για ποώδες φυτό της οικογένειας των Σηροφουλαριιδών. Εχει βλαστό όρθιο, ύψους 30 50 εκ., φύλλα λογχοειδή ακέραια, λεία, και άνθη αρκετά μεγάλα, με… …   Dictionary of Greek

  • τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • καζουάριος — (Casuarius casuarius). Πτηνό δρομέας της μικρής οικογένειας των καζουαριιδών, της οποίας είναι o σημαντικότερος εκπρόσωπος. O κ. φθάνει σε μήκος τα 1,75 μ., ενώ τα θηλυκά άτομα είναι γενικά μεγαλύτερα και με πιο έντονους χρωματισμούς. Το φτέρωμά… …   Dictionary of Greek

  • οπάλιο — Ορυκτό από πυρίτιο (SiO2) και έναν αριθμό μορίων ύδατος που ποικίλλει απ 1 21% του βάρους του ορυκτού· στερείται κρυσταλλικής δομής, είναι δηλαδή άμορφο. Προέρχεται από την αποξήρανση διαλυμάτων πυρίτιου και σχηματίζει αποθέματα επίθεσης. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”